Menu
RSS
Επικεφαλίδες:

Η ευροζώνη (αυτό)διαλύεται

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ CNN

Του ΚΩΣΤΑ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ*

- ΕΡΩΤΗΣΗ CNN: Η κρίση στην Ευρωζώνη έχει πραγματικά «καταπιεί» την Ιταλία – αυτό όμως συμβαίνει επειδή η χώρα είναι αφερέγγυα ή απλώς αδυνατεί να έχει εύκολη πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές;

- ΑΠΑΝΤΗΣΗ Κ. ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ: Αν η Ιταλία είναι φερέγγυα, πιθανώς μπορεί να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτή και στις χώρες που εξαρτούν την επιβίωση τους από τα «πακέτα διάσωσης» από την Ευρώπη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία. Η λύση, σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προσφέρει «φτηνή ρευστότητα» – δηλαδή δάνεια – στην Ιταλική κυβέρνηση για έναν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα. Οι αγορές έτσι θα ησύχαζαν και η κρίση θα άρχιζε να επιλύεται.

Μακάρι να ήταν τόσο εύκολα. Η διάκριση ανάμεσα στην αφερεγγυότητα και στην αδυναμία πρόσβασης σε πόρους στις χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να είναι φυσική για επιχειρήσεις, αλλά δεν ταιριάζει ακριβώς στα κράτη. Η Ιταλία σίγουρα αντιμετωπίζει τρομερές δυσκολίες στην πρόσβαση σε τέτοιους πόρους – οι αγορές ομολόγων σταδιακά «κλείνουν την παροχή», σπρώχνοντας τα δεκαετή ομόλογα πάνω από το 7%. Πως όμως μπορούμε να πούμε αν είναι αφερέγγυα;

Φερεγγυότητα σημαίνει ότι η Ιταλία αναμενόμενα θα ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει το εθνικό χρέος της από το αυξανόμενο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της. Αν οι δανειστές ήταν σίγουροι για ανάπτυξη και επαρκή φοροείσπραξη, θα συνέχιζαν να ικανοποιούν της δημόσιες δανειακές ανάγκες της Ιταλίας. Αν όχι, η χώρα θα είχε πρόβλημα ρευστότητας, όπως και συμβαίνει. Η φερεγγυότητα και η ρευστότητα είναι στενά συνδεδεμένες σε έθνη-κράτη.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν κάθε δίκιο να ανησυχούν για τη φερεγγυότητα της Ιταλίας. Έχουν σφάλει συχνά τα τελευταία χρόνια, αλλά όχι αυτή τη φορά. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η ιταλική ανάπτυξη βρίσκεται κάτω από το 2% ετησίως· επενδύσεις και κατανάλωση έχουν κυριολεκτικά «πιάσει πάτο»· οι αυξήσεις στο πραγματικό εισόδημα του λαού είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, χειρότερες κι από της Γερμανίας. Τα δε – παραδοσιακά συντηρητικά - ιταλικά νοικοκυριά έχουν αυξήσει το δανεισμό τους στο 45% του ΑΕΠ.

Μόνο μια λέξη μπορεί να χαρακτηρίζει τις ιταλικές επιδόσεις στα χρόνια της νομισματικής ένωσης: στασιμότητα. Η χώρα χάνει συστηματικά σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τη Γερμανία. Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά χρέη στην Ευρώπη, που υπολογίζεται περίπου στο 120% του ΑΕΠ. Ακόμα χειρότερα, καθώς τα ιταλικά νοικοκυριά πιέζονται ακόμα περισσότερο, οι αποταμιεύσεις του κράτους μειώνονται σταθερά, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο για τη χώρα την εξυπηρέτηση του χρέους της.

Επομένως, οι δανειστές δίκαια ανησυχούν, από τη στιγμή που, από όλες τις απόψεις, η Ιταλία έχει εξαιρετικές ομοιότητες με τις αγκομαχούσες μικρότερες οικονομίες της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Μπορεί η ιταλική οικονομία να είναι πράγματι σημαντική σε μέγεθος, με μια πλατιά βιομηχανική βάση, αλλά αυτό δε σημαίνει και κάτι σε αυτή την περίσταση. Η ΟΝΕ, που είναι το σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργεί το ευρώ, εγκλώβισε διάφορες χώρες με αποκλίνουσα μεταξύ τους ανταγωνιστικότητα μέσα σε ένα άκαμπτο πλαίσιο σταθερών ισοτιμιών, ενιαίας νομισματικής πολιτικής, σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και διαρκούς συμπίεσης της εργασίας. Οι αγορές συνειδητοποιούν ότι το πρόβλημα με το χρέος της Ιταλίας είναι, εν τέλει, όμοιο με τις υπόλοιπες περιφερειακές χώρες και διαισθάνονται ότι η κρίση σταδιακά πλησιάζει τον ευρωπαϊκό πυρήνα.

Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν απόδειξη της αδυναμίας της. Για να κατευνάσει τις αγορές, απαίτησε την επιβολή προγράμματος λιτότητας στην Ιταλία. Ωστόσο, τα οικονομικά της λιτότητας δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Τα ιταλικά προβλήματα προέκυψαν σε μια στάσιμη οικονομία, όχι σε κάποιο «ακόλαστο» κράτος. Η λιτότητα σχεδόν σίγουρα θα έκανε χειρότερα τα πράγματα, καθώς θα έσπρωχνε τη χώρα στην ύφεση και θα δυσχέραινε το βάρος του χρέους. Η Ελλάδα είναι μια ακραία περίπτωση, αλλά είναι πράγματι ενδεικτική των κινδύνων. Η Ιταλία μπαίνει σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι και οι αγορές το γνωρίζουν.

Επιπροσθέτως, η επιβολή λιτότητας καταπατά την ιταλική λαϊκή κυριαρχία και την εγχώρια δημοκρατική διαδικασία – ομοίως και με οπουδήποτε αλλού στην περιφέρεια. Η ΕΕ εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο να διευθύνεται από ένα μικρό «επιτελείο» χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, που επιβάλλουν αποφάσεις σε άλλους, αγνοούν επιδεικτικά εθνικούς θεσμούς και πολιτικές πρακτικές ή και ακόμα ωθούν εκλεγμένες κυβερνήσεις στην πτώση προς όφελος τον λεγόμενων «μη πολιτικών» πρωθυπουργών.

Καθώς η κρίση ρευστότητας οξύνεται και η Ιταλία απειλείται να αποκλειστεί από τις αγορές, η ΕΕ έχει ένα και μόνο όπλο στη διάθεση της: την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πρέπει να διακόψει την εκτυλισσόμενη κατάρρευση της νομισματικής ένωσης με το να επιτρέψει στην ΕΚΤ να αγοράσει μεγάλα τμήματα του ιταλικού χρέους. Ωστόσο, αυτό θα διόρθωνε μόνο τη δυσκολία ρευστότητας – το πρόβλημα φερεγγυότητας της Ιταλίας θα συνεχίσει και πιθανότατα θα επιδεινωθεί μέσω της λιτότητας.

Επιπλέον, αν η ΕΚΤ ξεκινούσε να αγοράζει ελεύθερα το δημόσιο χρέος και των υπόλοιπων 16 χωρών, θα «λέκιαζε» το δικό της ισολογισμό – κάτι το εξαιρετικά επικίνδυνο όταν δεν υπάρχει κάποια χώρα να υποστηρίξει αυτή την προσπάθεια. Η αξιοπιστία του ευρώ θα κλονιζόταν σε όλο τον κόσμο, καταρρίπτοντας τους στόχους της νομισματικής ένωσης για τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του πυρήνα.

 Με την Ιταλία σε αναβρασμό, η ΟΝΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με τις δικές της αντιφάσεις και πιθανότατα οδηγείται σε διάσπαση. Ο συνδυασμός των οικονομικών δυσλειτουργιών και της ανοιχτής αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας είναι εξαιρετικά εύφλεκτος. Οι περιφερειακές χώρες συγκεκριμένα οδηγούνται, συστηματικά και σταθερά, προς την «πόρτα της εξόδου», με την Ελλάδα να δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση.

 Αυτός είναι μάλλον και ο μόνος τρόπος «απόδρασης» από την παγίδα της νομισματικής ένωσης, ενώ αποκαθίσταται η κυριαρχία και η δημοκρατία. Αν συμβεί αυτό, οι εμπλοκές για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία θα είναι εξαιρετικά δυσχερείς. Αλλά για αυτό δε φταίει κανείς άλλος, παρά μόνο οι διαμορφωτές της πολιτικής της ΕΕ.

 *Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

 

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.

back to top